ελισαβετιανός

ελισαβετιανός
-ή, -ό
που αναφέρεται στη βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ Α' (1533-1603), που υπήρξε στην εποχή της: Ελισαβετιανό θέατρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ελισαβετιανός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη βασίλισσα Ελισάβετ Α’ 2. εκείνος που αναφέρεται στην περίοδο τής βασιλείας τής Ελισάβετ Α και έχει τα χαρακτηριστικά τής εποχής («ελισαβετιανή αντίληψη», «ελισαβετιανό θέατρο», «ελισαβετιανή τεχνοτροπία») …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ότγουεϊ, Τόμας — (Thomas Otway, Τρότεν, Σάσεξ 1652 – Λονδίνο 1685). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Χαρακτηρίστηκε ως ο τελευταίος ελισαβετιανός και η σημασία του έργου του βρίσκεται στη στροφή που αυτός έδωσε στο θέατρο της εποχής του, προαναγγέλλοντας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”